πεταλεκτομή

πεταλεκτομή
και πεταλεκτομία, η, Ν
ιατρ. η αφαίρεση ενός ή περισσότερων σπονδυλικών τόξων με τις ακανθώδεις αποφύσεις τους σε εγχειρήσεις όγκων τού νωτιαίου μυελού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέταλο «αποπλατυσμένο τμήμα ιστού» + εκτομή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”